Από η μαθήτρια του ΣΤ1, Σοφία Κ.
Η ιστορία αυτή γράφτηκε με αφορμή εργασία στο μάθημα της Γλώσσας.
Μια φορά κι έναν καιρό πολύ μακριά από εδώ υπήρχε ένα δάσος με πολλά δέντρα φύτα και ζώα. Ο σκιουράκος Πίκος – Τίκος είχε πάει να μαζέψει ολόφρεσκα καρύδια για τον χειμώνα. Προχώρησε μέχρι στην ΟΔΟ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙ και εκεί είδε σκουπίδια παντού. Αμέσως κατάλαβε πως είχαν περάσει άνθρωποι από αυτό το μέρος. Δεν άργησε να δει την Πικίτσα το πουλάκι και το ρώτησε:
-Πόσο τρισάθλιοι μπορούν να είναι αυτοί οι άνθρωποι; Ξέρεις γιατί;
-Όχι, κανείς δεν ξέρει..
Ο Πίκος-Τίκος συνέχισε το δρόμο του και μάζεψε αρκετά καρύδια. Μια στιγμή αντίκρισε ένα πεντανόστιμο καρύδι σε ένα ψηλό κλαρί. Καθώς σκαρφάλωσε για να το πιάσει είδε το σπίτι του Τιτόυλη του φίλου του. Κοιτάζει στο παράθυρο και βλέπει μια ζεστή καρυδόσουπα. Επειδή ήταν θεονήστικος μπήκε στο σπίτι του Τιτούλη για να τη φάει. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε ένα μαλακό φύλλο για κρεβάτι. Δεν έχασε καιρό και ξάπλωσε. Μετά από μισή ώρα ξύπνησε και είδε τα παιχνίδια του Τιτούλη. Αμέσως σηκώθηκε και έτρεξε να τα παίξει. Μόλις βαρέθηκε τα άφησε σκορπισμένα στο δωμάτιο και επίτέλους πήγε να φάει την καρυδόσουπα. Τότε μπήκε μέσα η οικογένεια του Τιτούλη και από την ντροπή του ο Πίκος - Τίκος έγινε κατακόκκινος και έφυγε τρέχοντας. Όταν έφτασε επιτέλους στο σπίτι του ανακουφίστηκε αλλά δεν κράτησε για πολύ η ηρεμία του αφού είχε ξεχάσει τα καρύδια στο σπίτι του Τιτούλη. Όμως ήταν πολύ κουρασμένος. Έτσι κοιμήθηκε αλλά την επόμενη μέρα έπρεπε να βρει και άλλα καρύδια..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου