Από τη μαθήτρια του ΣΤ1, Ζωή Π.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια κοπέλα που την έλεγαν Αλεξία. Η Αλεξία είχε δύο μικρά παιδιά, τη Σπυριδούλα και τη Δήμητρα, που δεν μπορούσε να τα φροντίσει γιατί ήταν πολύ φτωχή.
Μια μέρα, με τα λιγοστά χρήματα που είχε, πήγε στο ορφανοτροφείο για να αφήσει τα παιδιά της να μεγαλώσουν σε καλύτερες συνθήκες και να μορφωθούν.
Έδωσε τα χρήματα στον υπεύθυνο, αποχαιρέτησε τα παιδιά κι έφυγε κλαίγοντας. Εκεί όμως, στο ορφανοτροφείο, κρατούσαν τα χρήματα και έδιωχναν τα παιδιά γιατί δεν τα ήθελαν και γι’ αυτό το λόγο το ορφανοτροφείο ήταν άδειο. Η Σπυριδούλα και η Δήμητρα ήταν 5 ετών όταν αποχαιρετίστηκαν οριστικά από τη μητέρα τους, που τόσο πολύ αγαπούσαν.
Όταν ο υπεύθυνος έδιωξε τα κορίτσια εκείνα πήγαν προς το μικρό δασάκι πιο κάτω, όπου φαντάστηκαν ότι θα έβρισκαν λίγο φαγητό να φάνε, φρούτα για την ακρίβεια.
Κάποια στιγμή καθώς προχωρούσαν μέσα στο δάσος, είδαν ένα μικρό σπιτάκι, κάτω από ένα δέντρο. Έτρεξαν να μπουν μέσα.
Το σπιτάκι μέσα ήταν ακατάστατο, αλλά είχε 2 κρεβάτια, κουζίνα, μπάνιο, σαν να ήταν φτιαγμένο για ‘κείνες! Το καθάρισαν κι έβαλαν μια τάξη κι αποφάσισαν να μείνουν εκεί.
Το επόμενο πρωί, τα κορίτσια αποφάσισαν να κάνουν μια εξερεύνηση στο δάσος μήπως και βρουν κάποιο ποτάμι με νερό ή δέντρα με φρούτα για να φάνε. Όντως, τελικά βρήκαν ένα ποτάμι με καθαρό νερό και δίπλα πολλούς θάμνους με γλυκές, κατακκόκινες φράουλες. Έτρεξαν στο σπιτάκι τους και πήραν ένα μικρό καλαθάκι για να τις μαζέψουν.
Βέβαια δεν μπορούσαν να ζήσουν μόνο με φράουλες. Έτσι αποφάσισαν να μαζέψουν πολλές, να κατέβουν στην αγορά και να τις πουλήσουν. Με τα χρήματα που θα μάζευαν θα έπαιρναν φαγητό και ρούχα.
Έτσι κι έγινε. Μάζεψαν πολλές φράουλες, τις έπλυναν και την επόμενη μέρα κατέβηκαν στην αγορά.
Μάζεψαν αρκετά χρήματα. Με τα χρήματα αυτά αγόρασαν τα απαραίτητα φαγητά και κάποια ρούχα.
Η ζωή τους στο σπιτάκι ήταν υπέροχη και ταυτόχρονα διασκεδαστική. Τους άρεσε πολύ η καινούργια τους ζωή.
Μια μέρα καθώς μάζευαν φράουλες είδαν στο ποτάμι έναν παχουλό κύριο ο οποίος ήταν αναίσθητος στο νερό. Τα κορίτσια τον τράβηξαν έξω και προσπάθησαν να τον μεταφέρουν στο σπίτι τους. Τον έβαλαν στο κρεβάτι της Σπυριδούλας, ενώ εκείνη του έφτιαχνε ένα ζεστό ρόφημα για να πιει όταν συνέλθει.
Όταν συνήλθε ευχαρίστησε τα κορίτσια που τον έσωσαν και για το ζεστό ρόφημα που του πρόσφεραν.
- Εσείς κοριτσάκια μου, μοιάζετε σε μια κοπέλα που ξέρω. Της μοιάζετε πολύ! Και εσείς πως βρεθήκατε εδώ; είπε ο κύριος.
- Είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Η μητέρα μας η Αλεξία όταν ήμασταν 5 ετών επειδή ήταν πολύ φτωχή δεν μπορούσε να μας μεγαλώσει και μας άφησε στο ορφανοτροφείο. Εκεί δεν μας ήθελαν όπως και κανένα άλλο παιδί και ήρθαμε σε αυτό το δασάκι όπου βρήκαμε αυτό το σπίτι και μείναμε εδώ. Του απάντησε η Δήμητρα.
- Η φίλη μου αυτή που σας λέω είχε κι εκείνη 2 παιδιά που τα έδωσε στο ορφανοτροφείο και την λένε Αλεξία. Τα κορίτσια της είχαν τα ίδια ονόματα με τα δικά σας. Μήπως είναι η μητέρα σας;
- Ίσως! Είπαν και οι δυο με μια φωνή.
- Θα την πάρω τηλέφωνο.
-ΝΑΙ!
-Γεια σου Αλεξία, ο Γιάννης είμαι. Μάντεψε: βρήκα τις κόρες σου!
-Αλήθεια; Πού είναι;
- Στο δασάκι που βρίκεται το ποτάμι. Έλα γρήγορα!
Η Αλεξία ήρθε γρήγορα αγκάλιασε τα κορίτσια της και τις έπνιξε στις ερωτήσεις.
- Άστο μαμά! Είναι πολύ μεγάλη ιστορία της έλεγαν.
Έτσι τα κορίτσια έμειναν με την μητέρα τους στην πόλη αφού εκείνη είχε πλέον χρήματα και σπίτι και επισκέπτονταν το σπίτι στο δάσος συνέχεια.
Και έζησαν αυτοί καλά
Κι εμείς καλύτερα…!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου