About

Η ηλεκτρονική σχολική εφημερίδα των μαθητών της έκτης τάξης με ειδήσεις , σχόλια, συνεντεύξεις και άλλα ενδιαφέροντα.

Ο Χάνσελ, η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι

Από τη μαθήτρια του ΣΤ1, Δανάη Μ.
(Γνωστοί ήρωες παραμυθιών, σε ένα παραμύθι. Με βάση εργασία στο μάθημα της Γλώσσας)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγοράκι, ο Χάνσελ, που έμενε με τους γονείς του στο δάσος. Ένα απόγευμα ξεκίνησε για μια βόλτα έχοντας για συντροφιά του, το αγαπημένο του αρκουδάκι. Η μητέρα του τον συμβούλεψε να μην πάει μακριά.

-Πρόσεχε, του είπε, αν απομακρυνθείς, υπάρχει κίνδυνος να χαθείς μέσα στο δάσος. 
Ο Χάνσελ άρχισε να παίζει μέσα στο δάσος. Του φαινόταν πως άκουγε τα μεγάλα ψηλά δέντρα να του ψιθυρίζουν:
-Έλα να μας δεις, μικρούλη, έλα να μας δεις. 
-Δε μ' αφήνει η μαμά μου, απαντούσε ο μικρός. 
Γρήγορα όμως, ο Χάνσελ ξεχάστηκε. Άρχισε να μαζεύει το ένα λουλούδι μετά το άλλο, ώσπου στο τέλος βρέθηκε βαθιά μέσα στο δάσος. Τριγύριζε χαρούμενος ανάμεσα στα ελαφάκια, στους σκίουρους και στα πουλάκια και τελικά... χάθηκε!
Σε λίγο ήρθε το σούρουπο και ο Χάνσελ άρχισε να ανησυχεί. Όλα φαίνονταν τρομακτικά στο χαμένο αγοράκι. Στη μέση του δάσους, σε ένα ξέφωτο, ήταν το σπιτάκι που ζούσαν οι εφτά νάνοι με τη Χιονάτη. Οι νάνοι κοντοί, μικρόσωμοι και όλοι φορούσαν κάτι μάλλινα σκουφάκια ενώ η Χιονάτη όμορφη, ψηλή και συνήθως φόραγε το αγαπημένο της φόρεμα που είναι μπλε και κίτρινο. Η Χιονάτη είχε ετοιμάσει για βραδινό μια ωραία αχνιστή σούπα, γι' αυτήν και για τους φίλους της, τους νάνους. Δεν μπορούσαν όμως να τη φάνε γιατί έκαιγε πολύ. Έτσι αποφάσισαν να πάνε μία βόλτα στο δάσος, μέχρι να κρυώσει η σούπα. 
Εκείνη την ώρα ο Χάνσελ έφτασε στο ξέφωτο. Είδε το ωραίο σπίτι, έσπρωξε την ξεκλείδωτη πόρτα, μύρισε την ωραία αχνιστή σούπα και σαν να βρισκόταν στο σπίτι του, κάθισε στο τραπέζι. Ο Χάνσελ κάθισε πρώτα στην καρέκλα του Γκρινιάρη έτσι έλεγαν έναν από τους νάνους και του φάνηκε πολύ μεγάλη. Κάθισε έπειτα στην καρέκλα του Αυτιά μα και αυτή δεν ήταν στα μέτρα του. Μετά πήγε να κάτσει στην καρέκλα του Τζον, μα μόλις έκατσε κρακ! έσπασε. Δοκίμασε να φάει από την σούπα της
Χιονάτης, μα το πιάτο και το κουτάλι ήταν πολύ μεγάλα. Μετά βρήκε το πιάτο του Αυτιά. Αυτό ήταν στα μέτρα του και έφαγε τη σούπα του. Αφού χόρτασε έψαξε να βρει ένα μέρος να κοιμηθεί Το κρεβάτι της Χιονάτης ήταν πολύ μακρύ ενώ το κρεβάτι του Τζον ήταν το κατάλληλο. Ο Χάνσελ ξάπλωσε να κοιμηθεί. 
Εκείνη την ώρα γύρισαν οι εφτά νάνοι και η Χιονάτη για να φάνε την σούπα τους. Πρώτη κάθισε στο τραπέζι η Χιονάτη 
-Μπα, μπα, είπε με τη δυνατή φωνή της, ποιος πείραξε το κουτάλι μου;
 Μετά κάθισε στο τραπέζι ο Αυτιάς. 
-Μπα, μπα, είπε, ποιος έφαγε τη σούπα μου; 
Και έπειτα πήγε στο τραπέζι ο Τζον.
-Ποιος έσπασε το καρεκλάκι μου; είπε με λυπημένη φωνή. 
Τότε ο Τζον έβαλε μία φωνή:
-Χιονάτη, νάνοι. Ελάτε να δείτε ένα αγοράκι κοιμάται στο κρεβάτι μου. 
Με όλη αυτή τη φασαρία ο Χάνσελ ξύπνησε. Ανακάθισε στο κρεβατάκι, έτριψε τα μάτια του και .. τι να δει! Τους επτά νάνους και την Χιονάτη από πάνω του. Τον κοίταζαν όλοι έκπληκτοι. Ο Χάνσελ τρόμαξε πολύ και μ' ένα πήδημα βρέθηκε έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Ένα πουλάκι που τον είδε τον λυπήθηκε κι αποφάσισε να του δείξει το δρόμο για το σπίτι του. 
Λίγο αργότερα ο Χάνσελ έφτασε στο σπίτι του. Η μητέρα του είχε ανησυχεί πολύ και τον περίμενε με μεγάλη λαχτάρα. 
-Μανούλα μου, φώναξε ο μικρός, πόσο σε πεθύμησα ! Συγχώρεσε με που δεν σε άκουσα. 
Ποτέ ξανά ο Χάνσελ δεν παρασύρθηκε από τις φωνές των δέντρων και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς πολύ, πολύ καλύτερα. 

2 σχόλια: